- μυρμηκίζω
- μυρμηκίζω (ΑΜ, Μ και μυρμηγκίζω) [μύρμηξ]μσν.1. προχωρώ, έρπω όπως τα μυρμήγκια, δηλαδή δεν περπατώ σε ευθεία γραμμή2. τσιμπώ, προκαλώ φαγούρα3. είμαι πολυάριθμος, όπως τα μυρμήγκια, μυρμηκιάζωαρχ.1. αισθάνομαι κνησμό, φαγούρα2. (για τον σφυγμό) είμαι ταχύς και άτονος.
Dictionary of Greek. 2013.